Ο Εντγκάρ Ντεγκά, Γάλλος ζωγράφος και γλύπτης, ένας από τους πιο γνωστούς εκπροσώπους του ιμπρεσιονισμού (παρά το γεγονός ότι ο ίδιος προτιμούσε να αυτοχαρακτηρίζεται «ρεαλιστής»), γεννήθηκε στο Παρίσι το 1834. Ο πατέρας του, τραπεζίτης στο επάγγελμα, ήταν Γάλλος, ενώ η μητέρα του Αμερικανίδα από τη Νέα Ορλεάνη. Το 1853 και σε ηλικία μόλις 18μισι ετών, ο Ντεγκά παίρνει την άδεια να αντιγράφει έργα μεγάλων ζωγράφων από το μουσείο του Λούβρου- πρακτική την οποία ακολουθούσαν ως μέθοδο εξάσκησης και εκμάθησης πολλοί καλλιτέχνες του 19ου αιώνα. Το 1854 ο Ντεγκά αντιγράφει πίνακες του Ραφαέλο στο Λούβρο. Το 1855 θα γίνει δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών, ενώ ένα χρόνο αργότερα, το 1856 φεύγει για την Ιταλία, για να επιστρέψει στο Παρίσι το 1859. Το 1862 κι ενώ αντιγράφει πρωτότυπα έργα στο Μουσείο του Λούβρου γνωρίζει το ζωγράφο Εντουάρ Μανέ. Μεταξύ 1865 και 1870 θα εκθέσει τα έργα του- τα οποία ωστόσο δεν θα καταφέρουν να τραβήξουν την προσοχή κοινού και κριτικών. Η αναγνώριση θα έρθει από το 1868 και μετά.
Το 1870 ο ζωγράφος αρχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα όρασης. Την ίδια χρονιά, με το ξέσπασμα του γαλλο-πρωσικού πολέμου θα καταταγεί ως εθελοντής στην Εθνοφρουρά. Το 1873 ο πατέρας του πεθαίνει χρεωμένος και ο ζωγράφος πρέπει να ζήσει αποκλειστικά από τα έργα του. Ο Εντγκάρ Ντεγκά δεν παντρεύτηκε ποτέ και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν τυφλός και περιπλανώμενους στους δρόμους του Παρισιού πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στις 27 Σεπτεμβρίου του 1917.
- Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artid=356951&dt=27/09/2010#ixzz10nZcD3wU
Η Μαρία Κάλλας (ή Μαρία Καλογεροπούλου, όπως είναι το πραγματικό της όνομα), υπήρξε κορυφαία υψίφωνος, «πρίμα-ντίβα της όπερας του 20ου αιώνα». Γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στη Νέα Υόρκη από έλληνες γονείς εγκατεστημένους στις ΗΠΑ. Η κλίση της στη μουσική φάνηκε από τα πρώτα της παιδικά χρόνια και στα οκτώ της είχε ήδη ξεκινήσει μαθήματα μουσικής.
Το 1936 η Κάλλας έρχεται, εξαιτίας χωρισμού των γονιών της, στην Ελλάδα όπου παρακολουθεί μαθήματα στο Εθνικό Ωδείο και το Ωδείο Αθηνών. Το 1942 εμφανίζεται ως πρωταγωνίστρια στην «Καβαλλερία» στη Λυρική. Το 1945 φεύγει για τις ΗΠΑ. Οι μεγάλες επιτυχίες ωστόσο θα έρθουν στην Ιταλία: Το 1947 εμφανίζεται στο Μιλάνο ενώ το 1948 παντρεύεται τον ιταλό βιομήχανο και μουσικόφιλο Τζιαν Μπατίστα Μενεγκίνι.
Η φωνή της ταυτίζεται με κορυφαίες ερμηνείες της όπερας, ως «Μήδεια», «Νόρμα» και «Τόσκα». Αυτή που θα επισφραγίσει ωστόσο τη φήμη της μεγάλης ντίβας θα είναι η θυελλώδης σχέση της με τον έλληνα κροίσο Αριστοτέλη Ωνάση. Η σχέση της με τον Ωνάση διαλύει το γάμο της ουσιαστικά από το 1959, ενώ το διαζύγιο θα έρθει- επισήμως- 12 χρόνια αργότερα.
Το 1964 είναι ουσιαστικά η τελευταία χρονιά που θα εμφανιστεί στη σκηνή της όπερας. Θα επιστρέψει μετά από εννέα σχεδόν χρόνια, τον Δεκέμβριο του 1973. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1973 θα δώσει το «κύκνειο άσμα» της στην όπερα του Παρισιού όπου αποθεώνεται από το κοινό. Στη γαλλική πρωτεύουσα θα αφήσει και την τελευταία της πνοή στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977 από καρδιακή προσβολή και σε ηλικία μόλις 53 ετών. Ο «μύθος» της ελληνίδας «πρίμα-ντόνας» εξακολουθεί να παραμένει ζωντανός...
Τι έγραψε ΤΟ ΒΗΜΑ για το θάνατο της Κάλλας: