Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

Σαν σήμερα (25/11/1970) αυτοκτόνησε ο Γιούκιο Μισίμα


Νέος όταν ακόμη ήταν υπέρμαχος του εξευρωπαϊσμού της Ιαπωνίας
Στις 25 Νοεμβρίου 1970, ο Γιούκιο Μισίμα ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα συγκλόνισε τη χώρα του όταν πήρε όμηρο έναν κορυφαίο στρατηγό και προέτρεψε τους στρατιώτες της Jietai (των Δυνάμεων Αυτοάμυνας της Ιαπωνίας) να υποκινήσουν ένα πραξικόπημα_νωρίτερα είχε παραδώσει το τελευταίο του έργο «Εκπεσών Άγγελος».

Οταν το σχέδιό του απέτυχε, πήρε μέρος σε ένα shinju (μια τελετουργική διπλή ερωτική αυτοκτονία). Ήταν μια εντυπωσιακά τραγική δημόσια επίδειξη, που οι συμπολίτες του ακόμα δυσκολεύονται να κατανοήσουν. Ο Μισίμα, που κάποτε υπήρξε υπέρμαχος του εξευρωπαϊσμού της ιαπωνικής τέχνης και κοινωνίας, προς το τέλος της ζωής του προωθούσε τα κλασικά ιαπωνικά ιδεώδη.
Ο Γιούκιο Μισίμα (Yukio Mishima) ήταν Ιάπωνας συγγραφέας και σκηνοθέτης. Γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1925 και ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κιμτάκε Χιραόκα. Είχε εκπαιδευτεί στο στρατό στις δυνάμεις αυτοάμυνας. Εκτός από το μεγαλο λογοτεχνικό έργο του σκηνοθέτησε την ταινία Τελετουργία του έρωτα και του θανάτου το 1965.
  • Τα έργα του
Γιαπωνέζικος τίτλος Αγγλικός τίτλος Ελληνικός τίτλος Χρονιά
Kamen no Kokuhaku Confessions of a Mask Εξομολογήσεις μιάς μάσκας' 1948
Ai no Kawaki Thirst for Love Δίψα για έρωτα 1950
Kinjiki Forbidden Colors Απαγορευμένα χρώματα 1953
Shiosai The Sound of Waves Ο ήχος των κυμάτων 1954
Kinkaku-ji* The Temple of the Golden Pavilion Ο ναός του χρυσού περιπτέρου 1956
Kyoko no ie Kyoko's House Σπίτι του Kyoko 1959
Utage no Ato After the Banquet Μετά από το συμπόσιο 1960
Gogo no Eiko The Sailor Who Fell from Grace with the Sea Ο ναυτικός που έπεσε στην Θάλασσα 1963
Kinu to Meisatsu Silk and Insight Μετάξι και διορατικότητα 1964
Mikumano Mode
(short story)
Acts of Worship Πράξεις της λατρείας 1965
Sado Koshaku Fujin
(play)
Madame de Sade Η κυρία ντε Σαντ 1965
Yukoku (short story) Patriotism Πατριωτισμός 1966
Manatsu no Shi Death in Midsummer and other stories Θάνατος στο θερινό ηλιοστάσιο και άλλες ιστορίες 1966
Hagakure Nyumon The Way of the Samurai: Yukio Mishima on Hagakure in modern life Ο τρόπος του Σαμουράι 1967
Waga Tomo Hittora
(play)
My Friend Hitler and other plays Ο φίλος μου Χίτλερ και άλλα έργα 1968
Taiyo to Tetsu Sun and Steel Ήλιος και χάλυβας 1970
Hojo no Umi The Sea of Fertility (τετραλογία) Η θάλασσα της γονιμότητας 1964-
1970
Part 1: Haru no Yuki Spring Snow "Ανοιξιάτικο Χιόνι 1968
Part 2: Honba Runaway Horses Αφηνιασμένα Άλογα 1969
Part 3: Akatsuki no Tera The Temple of Dawn Ο Ναός της Αυγής 1970
Part 4: Tennin Gosui
The Decay of the Angel
Εκπεσών Άγγελος 1970

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Σαν σήμερα (22-11-1963) δολοφονήθηκε ο Τζον Φ. Κένεντι

Η Τζάκι και ο Τζον Κένεντι στο ανοιχτό αυτοκίνητο λίγο πριν τη δολοφονία

Ήταν 22 Νοεμβρίου του 1963, όταν η ιστορία έγραφε μία από τις πιο μαύρες της σελίδες.

Μια ανοιχτή Λίνκολν Κοντινένταλ, μοντέλο 1961, διασχίζει τους δρόμους του Ντάλας εν μέσω επευφημιών και χειροκροτημάτων. Στο πίσω κάθισμα κάθεται ένα από τα πιο διάσημα ζευγάρια της ιστορίας, ο Τζον και η Τζάκι Κένεντι. Λίγα λεπτά αργότερα, το πανηγυρικό σκηνικό μετατρέπεται σε τόπο φονικού και οι επευφημίες μετατρέπονται σε απεγνωσμένες εκκλήσεις για βοήθεια.


Ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι κείτεται νεκρός, χτυπημένος από τις σφαίρες ενός όπλου που ακόμα και σήμερα πολλοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ποτέ δεν κράτησε ο Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ.

Σήμερα, 47 χρόνια μετά, πολλοί από τους πρώην πράκτορες των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, που είχαν διοριστεί για να προστατεύουν τον Τζον Κένεντι, αναμοχλεύουν μνήμες από εκείνη την ημέρα.

Ο Χιλ Κλιντ, πρώην πράκτορας, ο οποίος έτρεξε αμέσως μετά τον πρώτο πυροβολισμό σε μία απελπισμένη προσπάθεια να προστατεύσει τον πρόεδρο λέει: «Τον είδα να πιάνει τον λαιμό του. Έτσι πήδηξα και έτρεξα κοντά. Λίγο πριν φτάσω στο αυτοκίνητο, ο τρίτος πυροβολισμός τον χτύπησε στο κεφάλι. Ήταν ήδη αργά». Και τότε ήταν που η πρώτη κυρία, Τζάκι Κένεντι, ακούστηκε να φωνάζει «Τι σου έκαναν».

Μια λεπτομερής περιγραφή της δολοφονίας του Κένεντι θα περιλαμβάνεται στο καινούργιο βιβλίο με τίτλο «Η λεπτομέρεια του Κένεντι», το οποίο βασίζεται σε συνεντεύξεις από τους πράκτορες που προστάτευαν τότε τον αμερικανό πρόεδρο.

«Δεν μπορούσαμε να βοηθήσουμε και αισθανθήκαμε ότι αποτύχαμε τελείως. Ήταν ένα φοβερό συναίσθημα, δήλωσε ο Τζέρι Μπλέιν, πρώην γερμανός πράκτορας.

Ο Χιλ Κλιντ προσθέτει: «Νόμιζα ότι υπήρχε κάτι που θα μπορούσα να κάνω. Εάν είχα αντιδράσει πιο γρήγορα, εάν είχα κινηθεί πιο γρήγορα, θα μπορούσαν τα πάντα στον κόσμο να είναι διαφορετικά σήμερα».


Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=2&artid=368797&dt=22/11/2010#ixzz16Af54GhA

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Τριάντα επτά χρόνια από την εξέγερση ενάντια στη Χούντα των συνταγματαρχών

«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο...»

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010 [ 10:55 ]

Το στρατιωτικό άρμα κατευθύνεται στην πύλη του Πολυτεχνείου

Τριάντα επτά χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου ενάντια στη Χούντα των συνταγματαρχών. Η εξέγερση ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου του 1973 και κορυφώθηκε στις 17 Νοεμβρίου, με την εισβολή του τανκ στον χώρο του Πολυτεχνείου.

Οι αναταραχές είχαν αρχίσει μήνες νωρίτερα, τον Φεβρουάριο, όταν φοιτητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κατέλαβαν το κτίριο της σχολής στο κέντρο της Αθήνας επί της οδού Σόλωνος, ζητώντας ανάκληση του νομού 1347 που επέβαλε την στράτευση «αντιδραστικών νέων», καθώς 88 συμφοιτητές τους είχαν ήδη στρατολογηθεί με τη βία.


Από την ταράτσα του κτιρίου απαγγέλλουν τον ακόλουθο όρκο: «Εμείς οι φοιτηταί των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ορκιζόμαστε στo όνομα της ελευθερίας να αγωνισθούμε μέχρι τέλους για την κατοχύρωση: α) των ακαδημαϊκών ελευθεριών, β)του πανεπιστημιακού ασύλου, γ) της ανακλήσεως όλων των καταπιεστικών νόμων και διαταγμάτων».

Στις 14 Νοεμβρίου 1973 φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφάσισαν αποχή από τα μαθήματα, ενώ την ίδια ώρα ξεκινούν διαδηλώσεις εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος. Καθώς οι αρχές παρακολουθούσαν αμέτοχες, οι φοιτητές οχυρώθηκαν μέσα στο κτίριο της σχολής επί της οδού Πατησίων και ξεκίνησαν τη λειτουργία του ανεξάρτητου ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου.

Ο πομπός κατασκευάστηκε μέσα σε λίγες ώρες στα εργαστήρια της σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών από τον Γιώργο Κυρλάκη. Το, πλέον ιστορικό, μήνυμά τους ήταν:

«Εδώ Πολυτεχνείο! Λαέ της Ελλάδας το Πολυτεχνείο είναι σημαιοφόρος του αγώνα μας, του αγώνα σας, του κοινού αγώνα μας ενάντια στη δικτατορία και για την Δημοκρατία. Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων».

Εκφωνητές του σταθμού ήταν η Μαρία Δαμανάκη, ο Δημήτρης Παπαχρήστος και ο Μίλτος Χαραλαμπίδης.

Τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου αποφασίζεται η επέμβαση του στρατού και ένα από τα άρματα μάχης που είχαν παραταχθεί έξω από τη σχολή, γκρεμίζει την κεντρική πύλη. Όπως φαίνεται και στο ιστορικό φιλμ που τράβηξε παράνομα Ολλανδός δημοσιογράφος, το τανκ έριξε την σιδερένια πύλη τη στιγμή που επάνω βρίσκονταν φοιτητές.

Ο σταθμός του Πολυτεχνείου έκανε εκκλήσεις στους στρατιώτες να αψηφήσουν τις εντολές των ανωτέρων τους, αλλά η μετάδοση διακόπηκε με την είσοδο του άρματος στον χώρο της σχολής. Οι φοιτητές, βλέποντας το άρμα μάχης να εισβάλλει, ακολουθούμενο από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, άρχισαν να αποχωρούν μαζικά από την πύλη επί της Στουρνάρη.

Οι αστυνομικές δυνάμεις επιτίθενται στους φοιτητές, την έξοδο των οποίων αποφασίζουν (σύμφωνα και με το πόρισμα του εισαγγελέα Τσεβά) να περιφρουρήσουν κάποιοι από τους στρατιώτες που βρίσκονταν στην περιοχή, οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις επενέβησαν και εναντίον των αστυνομικών που βιαιοπραγούσαν στους φοιτητές. Πολλοί φοιτητές βρίσκουν καταφύγιο σε γειτονικές πολυκατοικίες. Ελεύθεροι σκοπευτές της αστυνομίας ανοίγουν πυρ από γειτονικές ταράτσες, ενώ άνδρες της ΚΥΠ καταδιώκουν τους εξεγερθέντες.

Στρατιώτες και αστυνομικοί έβαλαν με πραγματικά πυρά κατά πολιτών μέχρι και την επόμενη μέρα.

Η πρώτη επίσημη καταγραφή έγινε τον Οκτώβριο του 1974, από τον εισαγγελέα Δημήτρη Τσεβά. Στο πόρισμά του γίνεται λόγος για 18 επίσημους νεκρούς και 16 άγνωστους «βασίμως προκύπτοντες». Το 1975, ο αντιεισαγγελέας εφετών Ιωάννης Ζαγκίνης έκανε λόγο για 23 νεκρούς, ενώ κατά τη διάρκεια της δίκης που ακολούθησε προστέθηκε ακόμη ένας.

Σύμφωνα με έρευνα (το 2003) του διευθυντή του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Λεωνίδα Καλλιβρετάκη ο αριθμός των επωνύμων νεκρών ανέρχεται σε 23, ενώ αυτός των νεκρών αγνώστων στοιχείων σε 16. Ο Χρήστος Λάζος υποστηρίζει ότι οι νεκροί είναι 83 και ίσως περισσότεροι.

Στις 24 Αυγούστου του 1975, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με πρόεδρο τον Ιωάννη Ντεγιάννη, εκδίδει την απόφασή του για τη δίκη των πρωταιτίων της Χούντας. Η ποινές που επιβλήθηκαν ήταν «εις θάνατον» για τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, τον Στυλιανό Παττακό και τον Νικόλαο Μακαρέζο, ενώ οκτώ κατηγορούμενοι καταδικάζονται σε ισόβια, επτά σε ποινές προσκαίρου καθείρξεως και δύο αθωώνονται. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μετατρέπει, την ίδια μέρα, τις θανατικές ποινές σε ισόβια.

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Σαν σήμερα(12-11-1923) πέθανε ο αρχιτέκτοντας Ερνέστος Τσίλλερ

Πλατεία Ομόνοιας. Κτίρια του Τσίλλερ

Ο Ερνέστος Τσίλλερ γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου του 1837 σε ένα μικρό χωριό της Σαξονίας κοντά στη Δρέσδη της Γερμανίας και αργότερα απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα.

Σε ηλικία μόλις 24 ετών, το 1861, έναν χρόνο πριν την έξωση του βασιλιά Οθωνα, Τσίλλερ φθάνει στην Αθήνα μετά από προτροπή του Δανού δασκάλου του Θεόφιλου Χάνσεν.

Τα αρχαία ερείπια θα μαγνητίσουν αμέσως τον νεαρό αρχιτέκτονα ο οποίος θα εμπνευστεί μετέπειτα τα διακοσμητικά στοιχεία των σπιτιών του από τις μελέτες που έχει πραγματοποιήσει επάνω στην αρχιτεκτονική δομή αρχαίων ερειπίων.

Τα πρώτα έργα που θα σχεδιάσει είναι θέατρα: έφτιαξε το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών (πλ. Κοτζιά, γκρεμίστηκε το 1940), το Βασιλικό (Εθνικό) Θέατρο, το Θέατρο Πατρών, το Θέατρο Ζακύνθου (καταστράφηκε από τους σεισμούς).

Επέβλεψε την εκτέλεση των έργων του Χάνσεν στο Ζάππειο, της Εθνικής Βιβλιοθήκης, του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ενώ είναι ο αρχιτέκτονας του σημερινού Προεδρικού Μεγάρου- τότε ανακτόρου του διαδόχου Κωνσταντίνου.

Ο Τσίλλερ έβαλε επίσης τη σφραγίδα του σε ιδιωτικά μέγαρα, όπως το «Ιλίου Μέλαθρον», για τον Ερρίκο Σλήμαν (σημερινό Νομισματικό Μουσείο), τα Μέγαρα Μελά, Σταθάτου, Δεληγιώργη (πρώην Ταινιοθήκη), Καλλιγά, Ψύχα, Πεσματζόγλου.

Εκτισε επίσης το Γερμανικό και το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και στον Πειραιά τη συνοικία Τσίλλερ (πλατεία Αλεξάνδρας), τα ξενοδοχεία «Μπάγκειον» και «Αλέξανδρος» στην Ομόνοια, εκκλησίες στο Μαρκόπουλο, το Αίγιο, το Βέλο Κορινθίας, τα Βίλια Αττικής κλπ.

Ο Τσίλλερ πέθανε στις 12 Νοεμβρίου του 1923. Ο αριθμός των έργων του ξεπερνά τα 500.


Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artId=366725&dt=12/11/2010#ixzz158abJQou

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Παύλος Παλαιολόγος: Προς το καθήκον.


(Από την εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» της 29ης Οκτωβρίου 1940)

Σειρήνες και κωδωνοκρουσίες. Δευτεριάτικο πρωινό. Ανήσυχες μορφές στα παράθυρα. Κοιτάζονται οι γείτονες, συνεννοούνται με το βλέμμα, και μένουν σύμφωνοι. Τα πάντα για την τιμή. Δεν είναι η μανία του πολέμου που τους εμπνέει, δεν είναι το πάθος της περιπέτειας. Είναι η συναίσθηση της αξιοπρέπειας. Όταν αυτή είναι εκτεθειμένη σε κινδύνους, τότε το τροπάριο της ειρηνοφιλίας διακόπτεται. Όχι από αγάπη προς τον πόλεμο. Από αγάπη προς αυτή την ειρήνη. Γιατί τίποτα δεν εξυπηρετεί την ειρήνη χειρότερα από την καλοπροαίρετη διάθεση των λαών να δέχονται ραπίσματα. Κακός είναι ο πόλεμος.

Αλλά υπάρχει κάτι πιο απαίσιο κι απ' αυτόν ακόμα, η λάσπη που πέφτει και κηλιδώνει τις υπολήψεις των λαών όταν θελήσουν να τον αποφύγουν με θυσία της τιμής τους. Τέτοιες κηλίδες τίποτα δεν είναι ικανό να τις καθαρίσει. Ούτε το σβήσιμο της γενεάς που τις έχει προκαλέσει. Οι γενεές φεύγουν, αλλά μένουν οι σελίδες της Ιστορίας, για να θυμίζουν τη ντροπή. Μένουν οι μεταγενέστεροι, και ζητούν ευθύνες από τη στάχτη μας. Στρατιώτες της ειρήνης όσο δεν προσβάλλεται η Ελευθερία και το Δίκαιο. Όταν όμως κινδυνεύουν τα δύο αυτά αγαθά, τότε η εμμονή στην ειρήνη αποτελεί ανανδρία, αναξιοπρέπεια και αφιλοτιμία.

Για όλα μπορούν να μας κατηγορήσουν. Ένα μόνο δεν θα πει κανείς: ότι δεν διατηρήσαμε, μέσα στο πέρασμα των αιώνων, άσπιλη την εθνική μας φιλοτιμία. Έτσι άσπιλη θα την διατηρήσουμε και τώρα. Κοινή είναι η θέληση: Να το ξαναφορέσουμε. Γνώριμη στολή του λαού μας. Τη φόρεσε ο παππούς, τη φόρεσε ο πατέρας, θα τη φορέσει τώρα ο γιος. Και πάντα για τον ίδιο σκοπό. Για την Τιμή και για την Ελευθερία. Για τους ίδιους λόγους καλούμαστε και σήμερα. Το καθήκον υπογράφει τις προσκλήσεις. Η φωνή του είναι η πιο επιβλητική απ' όλες τις φωνές. Τη δέχεσθε χωρίς υπολογισμούς.

Η περηφάνια αγνοεί την αρίθμηση. Δεν μετρά τις δυνάμεις εκείνου που θέλει να την τσαλακώσει. Βαδίζει με το μέτωπο ψηλά στο δρόμο της τιμής. Οι Θερμοπύλες δεν είναι ένα γεωγραφικό σημείο, δεν είναι ένα απλό ιστορικό γεγονός. Είναι ένα σύμβολο. Το σύμβολο αυτό το διατήρησαν ψηλά οι γενεές των Ελλήνων. Από τις Θερμοπύλες ως το 21, και πέρα απ' αυτό, με κλειστό το βιβλίο της αριθμητικής βάδισε το έθνος στους δρόμους των πεπρωμένων του. Με την αριθμητική στο χέρι δούλοι θα είμαστε σήμερα. Στην περιφρόνηση της αριθμητικής οφείλουμε την εθνική μας υπόσταση.

Το 1940 δεν θα κάμει εξαίρεση. Παλιά και πρόσφατη ιστορία δείχνει ποιο κατάντημα περιμένει τους λαούς εκείνους που, με οδηγό τον υπολογισμό, έστερξαν σε ταπεινώσεις και σε διασυρμό της τιμής τους. Η τιμή που σπίλωσαν δεν είναι η μόνη τους θυσία. Μαζί μ' αυτήν έχασαν και τα υλικά αγαθά που πίστεψαν ότι θα εξασφάλιζαν αν δέχονταν τον εξευτελισμό. Καθήκον και συμφέρον είναι η προάσπιση της εθνικής τιμής. Στην εκτέλεση του καθήκοντος καλούνται οι πολίτες.

Καθήκον προς τα μάρμαρα που αποτελούν τη δόξα των περασμένων, προς το βράχο που κοίλαναν ο ιδρώτας και το αίμα των γενεών που προηγήθηκαν, προς εμάς τους ίδιους, προς τους τάφους των πατέρων μας, προς τα λίκνα των παιδιών μας, που θα ντρέπονταν αν μας έβλεπαν απρόθυμους να συνεχίσουμε την εθνική μας παράδοση. Αλλά τέτοια περίπτωση δεν υπήρξε, δεν υπάρχει, δεν θα υπάρξει. Μας το είπε η χθεσινή μέρα. Θα μας το πουν οι επόμενες. Θα μας το λένε όλες οι μέρες, όσο υπάρχει ο γαλάζιος ουρανός μας, όσο υπάρχουν οι αφροί του Αιγαίου μας, για να σχηματίζουν την απέραντη κυανόλευκη, που αγκαλιάζει πέρα ως πέρα τους ελληνικούς ορίζοντες.

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Σαν σήμερα (28/10/1940) η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα

Εικόνα από την Γενική Επιστράτευση. Οι στρατιώτες γεμίζουν τα τρένα, που οδηγούν στο μέτωπο
Χιλιάδες κείμενα, φωτογραφίες, αφιερώματα, εκατοντάδες ντοκιμαντέρ και ταινίες έχουν προβληθεί, προσπαθώντας να αποτυπώσουν τον αγώνα της Ελλάδας απέναντι στην φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο, ίσως τον πλέον μεστό, στο έργο του «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» (1945), όλα όσα είδε, βίωσε και αισθάνθηκε, στο διάστημα που βρέθηκε στο μέτωπο. Το έργο μελοποιήθηκε το 1968, από τον Νότη Μαυρουδή, ως λαϊκό ορατόριο για φωνή χορωδία και ορχήστρα.


Παρατίθεται το «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» :


A/

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού

Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.

Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου

Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.



B/

Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·

O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
H γη κρύβει τις πέτρες της
O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
Φωτιά ή μαχαίρι!

Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!



Γ/

Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο

Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...

Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια

Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―
Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!



Δ/

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε...

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!



E/

Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!

Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!



ΣT/

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...

Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!



Z/

Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους
Kαι σταματήσουν
Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί...

Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!



H/

Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά
Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!

Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα
Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι
Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες
Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!



Θ/

Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν
Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο
Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»

Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο
Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!
Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα
Kαι ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Aίμα και λαλιά
Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―
Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!



I/

Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»

Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα
Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του
Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών

Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!



IA/

Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει
Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού
Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!



IB/

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...

Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!
Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!

Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων...
Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!



IΓ/

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―

Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!

Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου

Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!



IΔ/

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
EΛEYΘEPIA
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος

Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά
Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Tα πιο αθώα κορίτσια
Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Σαν Σήμερα (23 - 10 -1925) γεννήθηκε ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις


Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944 με τη συμμετοχή του στο έργο «Τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολωμού, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν
Ογδοντά πέντε χρόνια πέρασαν από τη γέννηση ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες, του Μάνου Χατζιδάκι. Γεννημένος στη Ξάνθη, ο καλλιτέχνης είχε την πρώτη του επαφή με τη μουσική, μόλις στα τέσσερά του χρόνια, παίρνοντας μαθήματα πιάνου, βιολιού και ακορντεόν.

Εγκατεστημένος στην πρωτεύουσα από το 1932, ο μεγάλος μουσικός συνδέεται με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους μέσα σε μία δεκαετία. Επιρροές όπως του Νίκου Γκάτσου, του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη, του Άγγελου Σικελιανού και του Γιάννη Τσαρούχη είναι εμφανής σε όλο το έργο του δημιουργού.

Η πρώτη του βράβευση έρχεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1959, για τη μουσική της ταινίας «Το ποτάμι». Μόλις ένα χρόνο αργότερα, γίνεται ο πρώτος Έλληνας συνθέτης στον οποίο απονέμεται το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία «Ποτέ την Κυριακή».
Το 1966 ο Χατζιδάκις φεύγει για την Αμερικής όπου και παρέμεινε μέχρι το 1972. Ο Ζυλ Ντασσέν, η Μελίνα Μερκούρη και ο Μάνος Χατζηδάκις βρίσκονται στην Αμερική για να ανεβάσουν τη θεατρική εκδοχή του «Ποτέ την Κυριακή» στο Μπρόντγουεϊ – και εκεί τους βρίσκουν τα νέα για το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Εκεί, ηχογραφεί « Το χαμόγελο της Τζοκόντα» και αρχίζει να συνθέτει την «Εποχή της Μελισσάνθης», μια μουσική ιστορία βασισμένη σε αυτοβιογραφικά στοιχεία, που διαδραματίζεται τις πρώτες ημέρες της απελευθέρωσης.

Από το 1975 έως και το 1982, ο Χατζιδάκις αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή στον κρατικό σταθμό «Τρίτο Πρόγραμμα», γεγονός που αποτελεί μέχρι και σήμερα σημείο αναφοράς για την πορεία του σταθμού.

Στα τέλη του 1989 ο Χατζιδάκις ιδρύει την «Ορχήστρα των Χρωμάτων» με σκοπό να παρουσιάσει έργα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις διηύθυνε την ορχήστρα μέχρι το τέλος της ζωής του δίνοντας συνολικά είκοσι συναυλίες και δώδεκα ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου.

Από την αρχή της παρουσίας του στον ελληνικό χώρο και συγχρόνως με όλες τις προηγούμενες δραστηριότητες του, ήταν διαρκώς δισκογραφικά παρών με δεκάδες δίσκους που θεωρούνται πια κλασικοί. Ο Κύκλος με την Κιμωλία (1956), Παραμύθι χωρίς Όνομα (1959), Πασχαλιές μέσα απ' τη νεκρή γη (1961), Δεκαπέντε Εσπερινοί (1964), Μυθολογία (1965), Καπετάν Μιχάλης (1966), Τα Λειτουργικά (1971), Αθανασία (1975), Τα Παράλογα (1976), Σκοτεινή Μητέρα (1985), Τα Τραγούδια της Αμαρτίας (1992) κ.ά. Οι περισσότεροι κύκλοι τραγουδιών είναι σε στίχους Νίκου Γκάτσου.

Ο μεγάλος δημιουργός έφυγε από τη ζωή στις 15 Ιουνίου του 1994.

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Σαν σήμερα (22-10-1919) γεννήθηκε η Ντόρις Λέσινγκ


Η βραβευμένη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2007, συγγραφέας Ντόρις Λέσινγκ, γεννήθηκε στην Περσία το 1919 από βρετανούς γονείς και μεγάλωσε στη Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε). Στη Βρετανία εγκαταστάθηκε το 1949. Το πρώτο μυθιστόρημά της, «Η χλόη που τραγουδά» (The Grass is singing), εκδόθηκε το 1950 και γνώρισε σημαντική επιτυχία στη Βρετανία, στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες δέκα ευρωπαϊκές πόλεις.

Απέκτησε παγκόσμια φήμη στη δεκαετία του '60 χάρη στο αυτοβιογραφικό «Χρυσό σημειωματάριο» (The golden notebook), ευαγγέλιο των απανταχού φεμινιστριών (στα ελληνικά μεταφράστηκε το 1980).

Στα μυθιστορήματά της συμπεριλαμβάνεται και η πενταλογία «Τα παιδιά της βίας» (Children of Violence), η οποία συμπυκνώνει την αγωνία της για την ανθρώπινη περιπέτεια.

Ως συγγραφέας διακρίθηκε και για τα δοκίμια και τα διηγήματά της. Για τη συλλογή διηγημάτων της «Πέντε» (Five) τιμήθηκε με το βραβείο Σόμερσετ Μομ. Από το 1979 αρχίζει η περίοδος του «διαστημικού» μυθιστορήματός της. Πρώτο βιβλίο του κύκλου αυτού, η «Σικάστα» (Shicasta).

Το 1981, της απονεμήθηκε το αυστριακό Κρατικό Βραβείο Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας και το 1982 το Βραβείο Σαίξπηρ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Για το μυθιστόρημά της «Ο καλός τρομοκράτης» (The Good Terrorist) τιμήθηκε το 1985 με το λογοτεχνικό βραβείο W.Η. Smith. Πριν από ένα χρόνο εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος της αυτοβιογραφίας της.

Έλαβε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2007 και περιγράφηκε από τη Σουηδική Ακαδημία ως: « επική συγγραφέας της γυναικείας εμπειρίας, η οποία με σκεπτικισμό, πάθος και ιδεαλιστική δύναμη υπέβαλε έναν διχασμένο πολιτισμό σε εξονυχιστική έρευνα». Είναι από τους γηραιότερους συγγραφείς που έλαβαν το βραβείο. Ο αμέσως προηγούμενος ήταν ο Τέοντορ Μόμμσεν, που έλαβε το βραβείο σε ηλικία 85 ετών το1902.

Σαν σήμερα (21/10/1907) γεννήθηκε ο σουρεαλιστής Νίκος Εγγονόπουλος [

Ο ζωγράφος και ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1907

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Σαν σήμερα (27-09-1917) πέθανε ο Γάλλος ζωγράφος Εντγκάρ Ντεγκά

Αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη

Ο Εντγκάρ Ντεγκά, Γάλλος ζωγράφος και γλύπτης, ένας από τους πιο γνωστούς εκπροσώπους του ιμπρεσιονισμού (παρά το γεγονός ότι ο ίδιος προτιμούσε να αυτοχαρακτηρίζεται «ρεαλιστής»), γεννήθηκε στο Παρίσι το 1834. Ο πατέρας του, τραπεζίτης στο επάγγελμα, ήταν Γάλλος, ενώ η μητέρα του Αμερικανίδα από τη Νέα Ορλεάνη. Το 1853 και σε ηλικία μόλις 18μισι ετών, ο Ντεγκά παίρνει την άδεια να αντιγράφει έργα μεγάλων ζωγράφων από το μουσείο του Λούβρου- πρακτική την οποία ακολουθούσαν ως μέθοδο εξάσκησης και εκμάθησης πολλοί καλλιτέχνες του 19ου αιώνα. Το 1854 ο Ντεγκά αντιγράφει πίνακες του Ραφαέλο στο Λούβρο. Το 1855 θα γίνει δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών, ενώ ένα χρόνο αργότερα, το 1856 φεύγει για την Ιταλία, για να επιστρέψει στο Παρίσι το 1859. Το 1862 κι ενώ αντιγράφει πρωτότυπα έργα στο Μουσείο του Λούβρου γνωρίζει το ζωγράφο Εντουάρ Μανέ. Μεταξύ 1865 και 1870 θα εκθέσει τα έργα του- τα οποία ωστόσο δεν θα καταφέρουν να τραβήξουν την προσοχή κοινού και κριτικών. Η αναγνώριση θα έρθει από το 1868 και μετά.

Το 1870 ο ζωγράφος αρχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα όρασης. Την ίδια χρονιά, με το ξέσπασμα του γαλλο-πρωσικού πολέμου θα καταταγεί ως εθελοντής στην Εθνοφρουρά. Το 1873 ο πατέρας του πεθαίνει χρεωμένος και ο ζωγράφος πρέπει να ζήσει αποκλειστικά από τα έργα του. Ο Εντγκάρ Ντεγκά δεν παντρεύτηκε ποτέ και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν τυφλός και περιπλανώμενους στους δρόμους του Παρισιού πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στις 27 Σεπτεμβρίου του 1917.

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Σαν σήμερα (22 Σεπτεμβρίου 1971) η κηδεία του Σεφέρη εξελίχθηκε σε διαδήλωση κατά της δικτατορίας


Κοσμοσυρροή στην κηδεία του νομπελίστα ποιητή και αντίδραση κατά της χούντας.

Οσοι έζησαν στο πετσί τους τα ταραγμένα χρόνια της δικτατορίας, αλλά ίσως και οι νεότεροι μέσα από τη γνώση που προσφέρει η Ιστορία, θα γνωρίζουν τι συνέβη εκείνη την 22α Σεπτεμβρίου όταν η κηδεία του σπουδαίου έλληνα ποιητή και νομπελίστα Γιώργου Σεφέρη εξελίχθηκε σε διαδήλωση κατά της χούντας.

«Προκόβουμε καταπληκτικά», είχε γράψει ειρωνικά ο ίδιος στην ατζέντα του την ημέρα του πραξικοπήματος.

Ολοι εξάλλου θυμούνται την ιστορική δήλωσή του κατά της χούντας την Παρασκευή της 28ης Μαρτίου του 1969. «Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου».

Ο ποιητής δεν θα ξαναγυρίσει στη σιωπή του. Λίγους μήνες αργότερα καταργείται η προληπτική λογοκρισία και δημοσιεύεται το βιβλίο «Δεκαοκτώ κείμενα», όπου εμπεριέχεται μεταξύ άλλων το ποίημα «Οι γάτες του Αϊ Νικόλα», πολιτική αλληγορία για τη χούντα.

Αλλά και νεκρός ακόμα ο Σεφέρης θα «μιλήσει» κατά της δικτατορίας. Εκφραστής του συλλογικού ασυνείδητου, γίνεται τώρα αυτός μέσω του οποίου θα εκφραστεί η λαϊκή οργή κατά του καταπιεστικού καθεστώτος.

Ο Γιώργος Σεφέρης άφησε την τελευταία του πνοή στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971. Δύο ημέρες μετά η εκκλησία της οδού Κυδαθηναίων θα γεμίσει με κόσμο, νέους και φοιτητές στην πλειονότητά τους.

Στη νεκρώσιμη πομπή προς το πρώτο νεκροταφείο μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το (απαγορευμένο) τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη- σε στίχους Σεφέρη από το ποίημα του «Στο περιγιάλι το κρυφό».

Η νεκρική πομπή θα γίνει ένα με το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο. Το ανθρώπινο ποτάμι θα εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες αντιδικτατορικές πορείες.

Τι έγραψε ΤΟ ΒΗΜΑ για την κηδεία του Σεφέρη

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Σαν σήμερα (21-9-1925) εξολοθρεύτηκε η συμμορία των θρυλικών Γιαγκούλα και Μπαμπάνη

Ο θρυλικός λήσταρχος Φώτος Γιαγκούλας

O Φώτης ή Φώτος Γιαγκούλας ήταν θρυλικός λήσταρχος από το χωριό Μεταξάς Σερβίων. Γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου του 1901 (χωρίς να γίνει ποτέ γνωστό αν φοίτησε σε σχολείο) και σκοτώθηκε σε πολύωρη συμπλοκή στις 21 Σεπτεμβρίου του 1925 σε τοποθεσία του Ολύμπου, όταν αυτός και οι σύντροφοί του περικυκλώθηκαν από καταδιωκτικό απόσπασμα.

Στη συμπλοκή ο Γιαγκούλας τραυματίστηκε από τον Ενωμοτάρχη Καλιογούρα που τον αποτέλειωσε με δύο σφαίρες στην κοιλιά.

Μαζί του σκοτώθηκε ο λήσταρχος Τσαμήτρας, ο Πάνος Μπαμπάνης και ο Χωροφύλακας Κωνσταντίνος Σαλιώρας, ενώ παραδόθηκε ο Λεω­νίδας Μπαμπάνης. Ο τελευταίος αργότερα δραπέτευσε. Τα κεφάλια τους εκτέθηκαν σε κοινή θέα στην Κατερίνη, επάνω σε ένα κοντάρι μπροστά στο κτήριο του δικαστηρίου της Κατερίνης για παραδειγματισμό.

Ο Γιαγκούλας κατηγορήθηκε για φόνους και ληστείες και αποδείχθηκε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Λέγεται ότι σκότωσε συνολικά πενήντα τέσσερα άτομα, πιθανότατα αρκετά από αυτά με το αγαπημένο του μαχαίρι, την «Παρδάλα», όπως την ονόμαζε. Η Παρδάλα συνόδευσε τον λήσταρχο έως το άδοξο τέλος της ζωής του.

Συνδέθηκε αισθηματικά με μια κυρία αριστοκρατικής καταγωγής, αλλά προδώθηκε και ξαναγύρισε στά βουνά το 1923. Επικηρύχθηκε με το αστρονομικό, για την εποχή, ποσό των 600.000 δραχμών. Δρούσε στον μισό Όλυμπο και στα Πιέρια, Ελασσόνα και Κοζάνη, ενώ υπήρξε φίλος και με τον άλλο μεγάλο λήσταρχο, Τζατζά. Σε μικρό χρονικό διάστημα η συμμορία του κατάφερε να γίνει ο φόβος και ο τρόμος του Ολύμπου, τρομοκρατώντας τους ορειβάτες.

Χρόνια αργότερα, το μαχαίρι του Γιαγκούλα, η «Παρδάλα», όπως και το κεφάλι του θα προστεθούν στη συλλογή του Εγκληματολογικού Μουσείου, συνιστώντας μερικά από τα πλέον μοναδικά και σημαντικής αξίας εκθέματά του, καθώς το συγκεκριμένο μαχαίρι-φονικό όπλο διαθέτει εξέχουσα σημασία, αφού ακόμη και σήμερα περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστηρίου.

Λίγα χρόνια αργότερα από το θάνατο του Γιαγκιούλα, η ζωή και η δράση του έγιναν ταινία.

Πώς είδε το «Βήμα» τη συμμορία του Γιαγκούλα


Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artId=355562&dt=20/09/2010#ixzz10E3tnSO3

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Σαν σήμερα (20-09-1971) πέθανε ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης


Ο Γιώργος Σεφέρης (Γιώργος Σεφεριάδης όπως είναι το πραγματικό του όνομα), νομπελίστας έλληνας ποιητής και διπλωμάτης, γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 29 Φεβρουαρίου του 1900. Ηταν πρωτότοκος γιος του Στυλιανού και της Δέσπως Σεφεριάδη.

Το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου θα αναγκάσει την οικογένεια να εγκατασταθεί το 1914 στην Αθήνα όπου ο Γιώργος Σεφέρης θα τελειώσει το γυμνάσιο το 1917. Λίγο αργότερα η οικογένεια Σεφεριάδη μετακομίζει στο Παρίσι. Ο Γιώργος Σεφέρης θα μείνει στη γαλλική πρωτεύουσα έως το 1924 όπου θα ολοκληρώσει τις σπουδές του στη νομική.

Η αγάπη του για την ποίηση ωστόσο έχει ήδη εκδηλωθεί από το 1918, οπότε και αρχίζει να γράφει στίχους.

Στα χρόνια των σπουδών του στο εξωτερικό του δίνεται η ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής.

Τα πρώτα του ποιήματα φέρουν εμφανώς επιρροές από το έργο των Πολ Βαλερί, Πολ Κλοντέλ, Αντρέ Ζιντ κλπ.

Το 1926 ξεκινά η διπλωματική σταδιοδρομία του Γιώργου Σεφέρη, ως ακολούθου στο υπουργείο Εξωτερικών. Μέχρι το 1962 που συνταξιοδοτείται θα υπηρετήσει ως υποπρόξενος και πρόξενος στο Λονδίνο (1931-1934), στην Κορυτσά της Αλβανίας (1936-1938) και ως σύμβουλος τύπου στο υπουργείο Εξωτερικών.

Το πρώτο του έργου είναι η συλλογή «Στροφή», η οποία δημοσιεύτηκε το 1931. Ακολούθησαν η «Στέρνα» (1932) και το «Μυθιστόρημα» (1935). Το 1936 γράφει την «Γυμνοπαιδία» και το 1938 δημοσιεύει τον «Διάλογο πάνω στην ποίηση». Το 1940 δημοσιεύονται το «Τετράδιο Γυμνασμάτων 1928-1937» και το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄», τα οποία περιέχουν σημαντικά ποιήματα από το έργο του.

Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο θα ακολουθήσει την ελληνική κυβέρνηση στην Κρήτη, την Αίγυπτο, τη Νότια Αφρική και τη νότια Ιταλία και μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα όπου και διαμένει μέχρι το 1948.

Το 1944 θα δημοσιευθεί το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄», το οποίο συγγράφει στην Αίγυπτο- για πολλούς το σημαντικότερο έργο του Σεφέρη.

Ακολούθως διορίζεται σύμβουλος στις ελληνικές πρεσβείες στην Αγκυρα και το Λονδίνο, ενώ αργότερα πρέσβυς στο Λίβανο και τη Συρία, την Ιορδανία και το Ιράκ και τελικά στο Λονδίνο (1957-1962).

Μετά την αποχώρησή του από τον διπλωματικό κλάδο αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην ποίηση μέχρι το θάνατό του, το 1971.

Βαθιά λυρικός, στοχαστικός και αισθαντικός, με λόγο μνημιώδη, ο Γιώργος Σεφέρης τιμήθηκε με πολλές ελληνικές και διεθνείς διακρίσεις («Επαθλο Παλαμά, 1946, «Επίτιμος Διδάκτωρ Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, 1960, βραβείο Foyleστο Λονδίνο ,1961) με αποκορύφωμα το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1963.

Αναγορεύτηκε επίσης επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1964), του Πανεπιστημίου Οξφόρδης (1964) και του Πρίνστον (1965).

Στις 28 Μαρτίου του 1969, δύο χρόνια πριν τον θάνατό του, ο Γιώργος Σεφέρης θα «σπάσει» τη σιωπή του και θα κάνει μία ιστορική δήλωση κατά της χούντας στο βρετανικό δίκτυο BBC, η οποία του στοιχίζει τον τίτλο του «πρέσβυ επί τιμή» και οδηγεί στην αφαίρεση του διπλωματικού του διαβατηρίου.

  • Η δήλωση του Γιώργου Σεφέρη (28 Μαρτίου 1969)

Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω αυτό, δεν σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.

Έτσι, από τα χρόνια εκείνα, ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα. Εξάλλου τα όσα δημοσίευσα ως τις αρχές του 1967 και η κατοπινή στάση μου - δεν έχω δημοσιεύσει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία - έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.

Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά, το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:

Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε και αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δεν θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δεν λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι' αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις διδακτορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά, όπως στους παμπάλαιους χώρους του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωράει το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.

Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.


Τι έγραψε ΤΟ ΒΗΜΑ για το θάνατο του Γιώργου Σεφέρη:


Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artid=355494&dt=20/09/2010#ixzz104vplgG4